- στέρνιον
- και στερνίον και στέρνιν, τὸ, Α [στέρνον]είδος δύσπεπτου φαγητού, πιθανώς από στέρνο ζώου («τῶν κρεῶν βούλβιον καὶ στέρνιον καὶ πόδες... τῶν βοῶν ἢ ῥύγχη», Αλέξ.Τράλλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στέρνιον — breast neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνίου — στέρνιον breast neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνίῳ — στέρνιον breast neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στένιον — Α (κατά τον Ησύχ.) «στῆθος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τους τ. στέρνον και στέρνιον] … Dictionary of Greek
υποστέρνιο — το, Ν υποστερνίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + στέρνο (πρβλ. περι στέρνιον)] … Dictionary of Greek